πρᾶος

πρᾶος
4235 πρᾶος
{прил., 1}
кроткий, спокойный, сдержанный, нежный, мягкий, ласковый (Мф. 11:29). LXX: 6035 (וָנָע), 6041 (ינִָע).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρᾶος" в других словарях:

  • πρᾶος — Gött. Nachr. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾷος — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • πράος — α, ο ήπιος, γλυκός, ήμερος, μαλακός: Πράος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρηέα — πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρηέᾱ , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳότερον — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial comp πρᾶος Gött. Nachr. masc acc comp sg πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηύ — πρᾶος Gött. Nachr. masc voc sg (ionic) πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳοτέρων — πρᾶος Gött. Nachr. fem gen comp pl πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳότατα — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial superl πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»